- ῥοδόπεπλος
- ῥοδόπεπλοςwith roseate veilmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροδόπεπλος — η, ο / ῥοδόπεπλος, ον, ΝΑ αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πέπλος (πρβλ. κυανό πεπλος, χρυσό πεπλος)] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek